- κλεφτουριά
- ητο σύνολο των κλεφτών: Πλάκωσε η κλεφτουριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλεφτουριά — η (επί τουρκοκρατίας) το σύνολο τών κλεφτών, το κλεφτικό, η κλεφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + καταλ. ουριά, πρβλ. γυφτ ουριά, λεβεντ ουριά] … Dictionary of Greek
Armatoloi — (pronounced ar ma to LEE ), (Greek plural Αρματολοί; singular Armatolos Αρματολός; also called Armatoles in English) were Greek Christian irregular soldiers, or militia, commissioned by the Ottomans to enforce the Sultan s authority within an… … Wikipedia
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek
γυφτουριά — η το σύνολο των γύφτων ή τών σιδηρουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + ουριά* (πρβλ. κλεφτουριά, λασπουριά)] … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
κλέφτικος — η, ο και κλέφτικός, ή, ό [κλέφτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλέφτη ή στην κλοπή, επιρρεπής στην κλοπή, ληστρικός, λωποδύτικος («κλέφτικος γάτος») 2. (επί τουρκοκρατίας) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κλέφτες, τις ελληνικές… … Dictionary of Greek
κλεφτιά — η (επί τουρκοκρατίας) το σύνολο τών κλεφτών, η κλεφτουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + κατάλ. ιά, (πρβλ. αγροτ ιά εργατ ιά)] … Dictionary of Greek
πέρασμα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας,… … Dictionary of Greek
ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου … Dictionary of Greek
χαιρετώ — άω, Ν 1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά») 2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο» α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα τού ρ.… … Dictionary of Greek